ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
εμποδίζω εμποδίζεις εμποδίζει εμποδίζουμε εμποδίζετε εμποδίζουν | να εμποδίζω να εμποδίζεις να εμποδίζει να εμποδίζουμε να εμποδίζετε να εμποδίζουν | εμπόδιζε εμποδίζετε | εμποδίζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
εμπόδιζα εμπόδιζες εμπόδιζε εμποδίζαμε εμποδίζατε εμπόδιζαν | να εμπόδιζα να εμπόδιζες να εμπόδιζε να εμποδίζαμε να εμποδίζατε να εμπόδιζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα εμποδίζω θα εμποδίζεις θα εμποδίζει θα εμποδίζουμε θα εμποδίζετε θα εμποδίζουν | θα εμποδίσω θα εμποδίσεις θα εμποδίσει θα εμποδίσουμε θα εμποδίσετε θα εμποδίσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
εμπόδισα εμπόδισες εμπόδισε εμποδίσαμε εμποδίσατε εμπόδισαν | να εμποδίσω να εμποδίσεις να εμποδίσει να εμποδίσουμε να εμποδίσετε να εμποδίσουν | εμπόδισε εμποδίστε | εμποδίσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω εμποδίσει έχεις εμποδίσει έχει εμποδίσει έχουμε εμποδίσει έχετε εμποδίσει έχουν εμποδίσει | να έχω εμποδίσει να έχεις εμποδίσει να έχει εμποδίσει να έχουμε εμποδίσει να έχετε εμποδίσει να έχουν εμποδίσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα εμποδίσει είχες εμποδίσει είχε εμποδίσει είχαμε εμποδίσει είχατε εμποδίσει είχαν εμποδίσει | να είχα εμποδίσει να είχες εμποδίσει να είχε εμποδίσει να είχαμε εμποδίσει να είχατε εμποδίσει να είχαν εμποδίσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω εμποδίσει θα έχεις εμποδίσει θα έχει εμποδίσει θα έχουμε εμποδίσει θα έχετε εμποδίσει θα έχουν εμποδίσει |
Werbung