διαλύω – auflösen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
διαλύω
διαλύεις
διαλύει
διαλύουμε
διαλύετε
διαλύουν
να διαλύω
να διαλύεις
να διαλύει
να διαλύουμε
να διαλύετε
να διαλύουν
διάλυε
διαλύετε



διαλύοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
διάλυα
διάλυες
διάλυε
διαλύαμε
διαλύατε
διάλυαν
να διάλυα
να διάλυες
να διάλυε
να διαλύαμε
να διαλύατε
να διάλυαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα διαλύω
θα διαλύεις
θα διαλύει
θα διαλύουμε
θα διαλύετε
θα διαλύουν
θα διαλύσω
θα διαλύσεις
θα διαλύσει
θα διαλύσουμε
θα διαλύσετε
θα διαλύσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
διέλυσα
διέλυσες
διέλυσε
διαλύσαμε
διαλύσατε
διέλυσαν
να διαλύσω
να διαλύσεις
να διαλύσει
να διαλύσουμε
να διαλύσετε
να διαλύσουν
διάλυσε
διαλύστε



διαλύσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω διαλύσει
έχεις διαλύσει
έχει διαλύσει
έχουμε διαλύσει
έχετε διαλύσει
έχουν διαλύσει
να έχω διαλύσει
να έχεις διαλύσει
να έχει διαλύσει
να έχουμε διαλύσει
να έχετε διαλύσει
να έχουν διαλύσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα διαλύσει
είχες διαλύσει
είχε διαλύσει
είχαμε διαλύσει
είχατε διαλύσει
είχαν διαλύσει
να είχα διαλύσει
να είχες διαλύσει
να είχε διαλύσει
να είχαμε διαλύσει
να είχατε διαλύσει
να είχαν διαλύσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω διαλύσει
θα έχεις διαλύσει
θα έχει διαλύσει
θα έχουμε διαλύσει
θα έχετε διαλύσει
θα έχουν διαλύσει