χορεύω – tanzen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
χορεύω
χορεύεις
χορεύει
χορεύουμε
χορεύετε
χορεύουν
να χορεύω
να χορεύεις
να χορεύει
να χορεύουμε
να χορεύετε
να χορεύουν
χόρευε
χορεύετε



χορεύοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
χόρευα
χόρευες
χόρευε
χορεύαμε
χορεύατε
χόρευαν
να χόρευα
να χόρευες
να χόρευε
να χορεύαμε
να χορεύατε
να χόρευαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα χορεύω
θα χορεύεις
θα χορεύει
θα χορεύουμε
θα χορεύετε
θα χορεύουν
θα χορέψω
θα χορέψεις
θα χορέψει
θα χορέψουμε
θα χορέψετε
θα χορέψουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
χόρεψα
χόρεψες
χόρεψε
χορέψαμε
χορέψατε
χόρεψαν
να χορέψω
να χορέψεις
να χορέψει
να χορέψουμε
να χορέψετε
να χορέψουν
χόρεψε
χορέψτε



χορέψει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω χορέψει
έχεις χορέψει
έχει χορέψει
έχουμε χορέψει
έχετε χορέψει
έχουν χορέψει
να έχω χορέψει
να έχεις χορέψει
να έχει χορέψει
να έχουμε χορέψει
να έχετε χορέψει
να έχουν χορέψει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα χορέψει
είχες χορέψει
είχε χορέψει
είχαμε χορέψει
είχατε χορέψει
είχαν χορέψει
να είχα χορέψει
να είχες χορέψει
να είχε χορέψει
να είχαμε χορέψει
να είχατε χορέψει
να είχαν χορέψει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω χορέψει
θα έχεις χορέψει
θα έχει χορέψει
θα έχουμε χορέψει
θα έχετε χορέψει
θα έχουν χορέψει
Werbung