τραβάω – ziehen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
τραβάω
τραβάς
τραβάει
τραβάμε
τραβάτε
τραβάνε
να τραβάω
να τραβάς
να τραβάει
να τραβάμε
να τραβάτε
να τραβάνε

τράβα
τραβάτε



τραβώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
τραβούσα
τραβούσες
τραβούσε
τραβούσαμε
τραβούσατε
τραβούσαν
να τραβούσα
να τραβούσες
να τραβούσε
να τραβούσαμε
να τραβούσατε
να τραβούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα τραβάω
θα τραβάς
θα τραβάει
θα τραβάμε
θα τραβάτε
θα τραβάνε
θα τραβήξω
θα τραβήξεις
θα τραβήξει
θα τραβήξουμε
θα τραβήξετε
θα τραβήξουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
τράβηξα
τράβηξες
τράβηξε
τραβήξαμε
τραβήξατε
τράβηξαν
να τραβήξω
να τραβήξεις
να τραβήξει
να τραβήξουμε
να τραβήξετε
να τραβήξουν

τράβηξε
τραβήξτε



τραβήξει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω τραβήξει
έχεις τραβήξει
έχει τραβήξει
έχουμε τραβήξει
έχετε τραβήξει
έχουν τραβήξει
να έχω τραβήξει
να έχεις τραβήξει
να έχει τραβήξει
να έχουμε τραβήξει
να έχετε τραβήξει
να έχουν τραβήξει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα τραβήξει
είχες τραβήξει
είχε τραβήξει
είχαμε τραβήξει
είχατε τραβήξει
είχαν τραβήξει
να είχα τραβήξει
να είχες τραβήξει
να είχε τραβήξει
να είχαμε τραβήξει
να είχατε τραβήξει
να είχαν τραβήξει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω τραβήξει
θα έχεις τραβήξει
θα έχει τραβήξει
θα έχουμε τραβήξει
θα έχετε τραβήξει
θα έχουν τραβήξει
Werbung