τοποθετώ – aufstellen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
τοποθετώ
τοποθετείς
τοποθετεί
τοποθετούμε
τοποθετείτε
τοποθετούν
να τοποθετώ
να τοποθετείς
να τοποθετεί
να τοποθετούμε
να τοποθετείτε
να τοποθετούν

τοποθέτα
τοποθετείτε



τοποθετώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
τοποθετούσα
τοποθετούσες
τοποθετούσε
τοποθετούσαμε
τοποθετούσατε
τοποθετούσαν
να τοποθετούσα
να τοποθετούσες
να τοποθετούσε
να τοποθετούσαμε
να τοποθετούσατε
να τοποθετούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα τοποθετώ
θα τοποθετείς
θα τοποθετεί
θα τοποθετούμε
θα τοποθετείτε
θα τοποθετούν
θα τοποθετήσω
θα τοποθετήσεις
θα τοποθετήσει
θα τοποθετήσουμε
θα τοποθετήσετε
θα τοποθετήσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
τοποθέτησα
τοποθέτησες
τοποθέτησε
τοποθετήσαμε
τοποθετήσατε
τοποθέτησαν
να τοποθετήσω
να τοποθετήσεις
να τοποθετήσει
να τοποθετήσουμε
να τοποθετήσετε
να τοποθετήσουν
τοποθέτησε
τοποθετήστε



τοποθετήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω τοποθετήσει
έχεις τοποθετήσει
έχει τοποθετήσει
έχουμε τοποθετήσει
έχετε τοποθετήσει
έχουν τοποθετήσει
να έχω τοποθετήσει
να έχεις τοποθετήσει
να έχει τοποθετήσει
να έχουμε τοποθετήσει
να έχετε τοποθετήσει
να έχουν τοποθετήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα τοποθετήσει
είχες τοποθετήσει
είχε τοποθετήσει
είχαμε τοποθετήσει
είχατε τοποθετήσει
είχαν τοποθετήσει
να είχα τοποθετήσει
να είχες τοποθετήσει
να είχε τοποθετήσει
να είχαμε τοποθετήσει
να είχατε τοποθετήσει
να είχαν τοποθετήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω τοποθετήσει
θα έχεις τοποθετήσει
θα έχει τοποθετήσει
θα έχουμε τοποθετήσει
θα έχετε τοποθετήσει
θα έχουν τοποθετήσει
Werbung