ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
μαγειρεύω μαγειρεύεις μαγειρεύει μαγειρεύουμε μαγειρεύετε μαγειρεύουν | να μαγειρεύω να μαγειρεύεις να μαγειρεύει να μαγειρεύουμε να μαγειρεύετε να μαγειρεύουν | μαγείρευε μαγειρεύετε | μαγειρεύοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
μαγείρευα μαγείρευες μαγείρευε μαγειρεύαμε μαγειρεύατε μαγείρευαν | να μαγείρευα να μαγείρευες να μαγείρευε να μαγειρεύαμε να μαγειρεύατε να μαγείρευαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα μαγειρεύω θα μαγειρεύεις θα μαγειρεύει θα μαγειρεύουμε θα μαγειρεύετε θα μαγειρεύουν | θα μαγειρέψω θα μαγειρέψεις θα μαγειρέψει θα μαγειρέψουμε θα μαγειρέψετε θα μαγειρέψουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
μαγείρεψα μαγείρεψες μαγείρεψε μαγειρέψαμε μαγειρέψατε μαγείρεψαν | να μαγειρέψω να μαγειρέψεις να μαγειρέψει να μαγειρέψουμε να μαγειρέψετε να μαγειρέψουν | μαγείρεψε μαγειρέψτε | μαγειρέψει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω μαγειρέψει έχεις μαγειρέψει έχει μαγειρέψει έχουμε μαγειρέψει έχετε μαγειρέψει έχουν μαγειρέψει | να έχω μαγειρέψει να έχεις μαγειρέψει να έχει μαγειρέψει να έχουμε μαγειρέψει να έχετε μαγειρέψει να έχουν μαγειρέψει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα μαγειρέψει είχες μαγειρέψει είχε μαγειρέψει είχαμε μαγειρέψει είχατε μαγειρέψει είχαν μαγειρέψει | να είχα μαγειρέψει να είχες μαγειρέψει να είχε μαγειρέψει να είχαμε μαγειρέψει να είχατε μαγειρέψει να είχαν μαγειρέψει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω μαγειρέψει θα έχεις μαγειρέψει θα έχει μαγειρέψει θα έχουμε μαγειρέψει θα έχετε μαγειρέψει θα έχουν μαγειρέψει |
Werbung