κερδίζω – gewinnen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
κερδίζω
κερδίζεις
κερδίζει
κερδίζουμε
κερδίζετε
κερδίζουν
να κερδίζω
να κερδίζεις
να κερδίζει
να κερδίζουμε
να κερδίζετε
να κερδίζουν

κέρδιζε
κερδίζετε



κερδίζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
κέρδιζα
κέρδιζες
κέρδιζε
κερδίζαμε
κερδίζατε
κέρδιζαν
να κέρδιζα
να κέρδιζες
να κέρδιζε
να κερδίζαμε
να κερδίζατε
να κέρδιζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα κερδίζω
θα κερδίζεις
θα κερδίζει
θα κερδίζουμε
θα κερδίζετε
θα κερδίζουν
θα κερδίσω
θα κερδίσεις
θα κερδίσει
θα κερδίσουμε
θα κερδίσετε
θα κερδίσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
κέρδισα
κέρδισες
κέρδισε
κερδίσαμε
κερδίσατε
κέρδισαν
να κερδίσω
να κερδίσεις
να κερδίσει
να κερδίσουμε
να κερδίσετε
να κερδίσουν
κέρδισε
κερδίστε


κερδίσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω κερδίσει
έχεις κερδίσει
έχει κερδίσει
έχουμε κερδίσει
έχετε κερδίσει
έχουν κερδίσει
να έχω κερδίσει
να έχεις κερδίσει
να έχει κερδίσει
να έχουμε κερδίσει
να έχετε κερδίσει
να έχουν κερδίσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα κερδίσει
είχες κερδίσει
είχε κερδίσει
είχαμε κερδίσει
είχατε κερδίσει
είχαν κερδίσει
να είχα κερδίσει
να είχες κερδίσει
να είχε κερδίσει
να είχαμε κερδίσει
να είχατε κερδίσει
να είχαν κερδίσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω κερδίσει
θα έχεις κερδίσει
θα έχει κερδίσει
θα έχουμε κερδίσει
θα έχετε κερδίσει
θα έχουν κερδίσει
Werbung