ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
καλώ καλείς καλεί καλούμε καλείτε καλούν | να καλώ να καλείς να καλεί να καλούμε να καλείτε να καλούν | κάλα καλείτε | καλώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
καλούσα καλούσες καλούσε καλούσαμε καλούσατε καλούσαν | να καλούσα να καλούσες να καλούσε να καλούσαμε να καλούσατε να καλούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα καλώ θα καλείς θα καλεί θα καλούμε θα καλείτε θα καλούν | θα καλέσω θα καλέσεις θα καλέσει θα καλέσουμε θα καλέσετε θα καλέσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
κάλεσα κάλεσες κάλεσε καλέσαμε καλέσατε κάλεσαν | να καλέσω να καλέσεις να καλέσει να καλέσουμε να καλέσετε να καλέσουν | κάλεσε καλέστε | καλέσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω καλέσει έχεις καλέσει έχει καλέσει έχουμε καλέσει έχετε καλέσει έχουν καλέσει | να έχω καλέσει να έχεις καλέσει να έχει καλέσει να έχουμε καλέσει να έχετε καλέσει να έχουν καλέσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα καλέσει είχες καλέσει είχε καλέσει είχαμε καλέσει είχατε καλέσει είχαν καλέσει | να είχα καλέσει να είχες καλέσει να είχε καλέσει να είχαμε καλέσει να είχατε καλέσει να είχαν καλέσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω καλέσει θα έχεις καλέσει θα έχει καλέσει θα έχουμε καλέσει θα έχετε καλέσει θα έχουν καλέσει |
Werbung