ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
ελέγχω ελέγχεις ελέγχει ελέγχουμε ελέγχετε ελέγχουν | να ελέγχω να ελέγχεις να ελέγχει να ελέγχουμε να ελέγχετε να ελέγχουν | έλεγχε ελέγχετε | ελέγχοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έλεγχα έλεγχες έλεγχε ελέγχαμε ελέγχατε έλεγχαν | να έλεγχα να έλεγχες να έλεγχε να ελέγχαμε να ελέγχατε να έλεγχαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα ελέγχω θα ελέγχεις θα ελέγχει θα ελέγχουμε θα ελέγχετε θα ελέγχουν | θα ελέγξω θα ελέγξεις θα ελέγξει θα ελέγξουμε θα ελέγξετε θα ελέγξουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
έλεγξα έλεγξες έλεγξε ελέγξαμε ελέγξατε έλεγξαν | να ελέγξω να ελέγξεις να ελέγξει να ελέγξουμε να ελέγξετε να ελέγξουν | έλεγξε ελεγχθείτε | ελέγξει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω ελέγξει έχεις ελέγξει έχει ελέγξει έχουμε ελέγξει έχετε ελέγξει έχουν ελέγξει | να έχω ελέγξει να έχεις ελέγξει να έχει ελέγξει να έχουμε ελέγξει να έχετε ελέγξει να έχουν ελέγξει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα ελέγξει είχες ελέγξει είχε ελέγξει είχαμε ελέγξει είχατε ελέγξει είχαν ελέγξει | να είχα ελέγξει να είχες ελέγξει να είχε ελέγξει να είχαμε ελέγξει να είχατε ελέγξει να είχαν ελέγξει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω ελέγξει θα έχεις ελέγξει θα έχει ελέγξει θα έχουμε ελέγξει θα έχετε ελέγξει θα έχουν ελέγξει |
Werbung