δουλεύω – arbeiten

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
δουλεύω
δουλεύεις
δουλεύει
δουλεύουμε
δουλεύετε
δουλεύουν
να δουλεύω
να δουλεύεις
να δουλεύει
να δουλεύουμε
να δουλεύετε
να δουλεύουν

δούλευε
δουλεύετε



δουλεύοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
δούλευα
δούλευες
δούλευε
δουλεύαμε
δουλεύατε
δούλευαν
να δούλευα
να δούλευες
να δούλευε
να δουλεύαμε
να δουλεύατε
να δούλευαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα δουλεύω
θα δουλεύεις
θα δουλεύει
θα δουλεύουμε
θα δουλεύετε
θα δουλεύουν
θα δουλέψω
θα δουλέψεις
θα δουλέψει
θα δουλέψουμε
θα δουλέψετε
θα δουλέψουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
δούλεψα
δούλεψες
δούλεψε
δουλέψαμε
δουλέψατε
δούλεψαν
να δουλέψω
να δουλέψεις
να δουλέψει
να δώσουμε
να δουλέψετε
να δουλέψουν

δούλεψε
δουλέψτε



δουλέψει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω δουλέψει
έχεις δουλέψει
έχει δουλέψει
έχουμε δουλέψει
έχετε δουλέψει
έχουν δουλέψει
να έχω δουλέψει
να έχεις δουλέψει
να έχει δουλέψει
να έχουμε δουλέψει
να έχετε δουλέψει
να έχουν δουλέψει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα δουλέψει
είχες δουλέψει
είχε δουλέψει
είχαμε δουλέψει
είχατε δουλέψει
είχαν δουλέψει
να είχα δουλέψει
να είχες δουλέψει
να είχε δουλέψει
να είχαμε δουλέψει
να είχατε δουλέψει
να είχαν δουλέψει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω δουλέψει
θα έχεις δουλέψει
θα έχει δουλέψει
θα έχουμε δουλέψει
θα έχετε δουλέψει
θα έχουν δουλέψει
Werbung