διορθώνω – korrigieren

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
διορθώνω
διορθώνεις
διορθώνει
διορθώνουμε
διορθώνετε
διορθώνουν
να διορθώνω
να διορθώνεις
να διορθώνει
να διορθώνουμε
να διορθώνετε
να διορθώνουν

διόρθωνε
διορθώνετε



διορθώνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
διόρθωνα
διόρθωνες
διόρθωνε
διορθώναμε
διορθώνατε
διόρθωναν
να διόρθωνα
να διόρθωνες
να διόρθωνε
να διορθώναμε
να διορθώνατε
να διόρθωναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα διορθώνω
θα διορθώνεις
θα διορθώνει
θα διορθώνουμε
θα διορθώνετε
θα διορθώνουν
θα διορθώσω
θα διορθώσεις
θα διορθώσει
θα διορθώσουμε
θα διορθώσετε
θα διορθώσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
διόρθωνα
διόρθωνες
διόρθωνε
διορθώναμε
διορθώνατε
διόρθωναν
να διορθώσω
να διορθώσεις
να διορθώσει
να διορθώσουμε
να διορθώσετε
να διορθώσουν

διόρθωσε
διορθώστε



διορθώσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω διορθώσει
έχεις διορθώσει
έχει διορθώσει
έχουμε διορθώσει
έχετε διορθώσει
έχουν διορθώσει
να έχω διορθώσει
να έχεις διορθώσει
να έχει διορθώσει
να έχουμε διορθώσει
να έχετε διορθώσει
να έχουν διορθώσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα διορθώσει
είχες διορθώσει
είχε διορθώσει
είχαμε διορθώσει
είχατε διορθώσει
είχαν διορθώσει
να είχα διορθώσει
να είχες διορθώσει
να είχε διορθώσει
να είχαμε διορθώσει
να είχατε διορθώσει
να είχαν διορθώσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω διορθώσει
θα έχεις διορθώσει
θα έχει διορθώσει
θα έχουμε διορθώσει
θα έχετε διορθώσει
θα έχουν διορθώσει
Werbung