δέχομαι – annehmen, akzeptieren

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
δέχομαι
δέχεσαι
δέχεται
δεχόμαστε
δέχεστε
δέχονται
να δέχομαι
να δέχεσαι
να δέχεται
να δεχόμαστε
να δέχεστε
να δέχονται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
δεχόμουν
δεχόσουν
δεχόταν
δεχόμασταν
δεχόσασταν
δέχονταν
να δεχόμουν
να δεχόσουν
να δεχόταν
να δεχόμασταν
να δεχόσασταν
να δέχονταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα δέχομαι
θα δέχεσαι
θα δέχεται
θα δεχόμαστε
θα δέχεστε
θα δέχονται
θα δεχθώ
θα δεχθείς
θα δεχθεί
θα δεχθούμε
θα δεχθείτε
θα δεχθούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
δέχτηκα
δέχτηκες
δέχτηκε
δεχτήκαμε
δεχτήκατε
δέχτηκαν
να δεχθώ
να δεχθείς
να δεχθεί
να δεχθούμε
να δεχθείτε
να δεχθούν
δέξου
δεχθείτε



δεχτεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω δεχτεί
έχεις δεχτεί
έχει δεχτεί
έχουμε δεχτεί
έχετε δεχτεί
έχουν δεχτεί
να έχω δεχτεί
να έχεις δεχτεί
να έχει δεχτεί
να έχουμε δεχτεί
να έχετε δεχτεί
να έχουν δεχτεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα δεχτεί
είχες δεχτεί
είχε δεχτεί
είχαμε δεχτεί
είχατε δεχτεί
είχαν δεχτεί
να είχα δεχτεί
να είχες δεχτεί
να είχε δεχτεί
να είχαμε δεχτεί
να είχατε δεχτεί
να είχαν δεχτεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω δεχτεί
θα έχεις δεχτεί
θα έχει δεχτεί
θα έχουμε δεχτεί
θα έχετε δεχτεί
θα έχουν δεχτεί
Werbung