ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
γιορτάζω γιορτάζεις γιορτάζει γιορτάζουμε γιορτάζετε γιορτάζουν | να γιορτάζω να γιορτάζεις να γιορτάζει να γιορτάζουμε να γιορτάζετε να γιορτάζουν | γιόρταζε γιορτάζετε | γιορτάζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
γιόρταζα γιόρταζες γιόρταζε γιορτάζαμε γιορτάζατε γιόρταζαν | να γιόρταζα να γιόρταζες να γιόρταζε να γιορτάζαμε να γιορτάζατε να γιόρταζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα γιορτάζω θα γιορτάζεις θα γιορτάζει θα γιορτάζουμε θα γιορτάζετε θα γιορτάζουν | θα γιορτάσω θα γιορτάσεις θα γιορτάσει θα γιορτάσουμε θα γιορτάσετε θα γιορτάσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
γιόρτασα γιόρτασες γιόρτασε γιορτάσαμε γιορτάσατε γιόρτασαν | να γιορτάσω να γιορτάσεις να γιορτάσει να γιορτάσουμε να γιορτάσετε να γιορτάσουν | γιόρτασε γιορτάστε | γιορτάσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω γιορτάσει έχεις γιορτάσει έχει γιορτάσει έχουμε γιορτάσει έχετε γιορτάσει έχουν γιορτάσει | να έχω γιορτάσει να έχεις γιορτάσει να έχει γιορτάσει να έχουμε γιορτάσει να έχετε γιορτάσει να έχουν γιορτάσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα γιορτάσει είχες γιορτάσει είχε γιορτάσει είχαμε γιορτάσει είχατε γιορτάσει είχαν γιορτάσει | να είχα γιορτάσει να είχες γιορτάσει να είχε γιορτάσει να είχαμε γιορτάσει να είχατε γιορτάσει να είχαν γιορτάσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω γιορτάσει θα έχεις γιορτάσει θα έχει γιορτάσει θα έχουμε γιορτάσει θα έχετε γιορτάσει θα έχουν γιορτάσει |
Werbung