ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ |
---|---|---|
γίνομαι γίνεσαι γίνεται γινόμαστε γίνεστε γίνονται | να γίνομαι να γίνεσαι να γίνεται να γινόμαστε να γίνεστε να γίνονται | γίνε γίνετε |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
γινόμουν γινόσουν γινόταν γινόμασταν γινόσασταν γίνονταν | να γινόμουν να γινόσουν να γινόταν να γινόμασταν να γινόσασταν να γίνονταν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα γίνομαι θα γίνεσαι θα γίνεται θα γινόμαστε θα γίνεστε θα γίνονται | θα γίνω θα γίνεις θα γίνει θα γίνουμε θα γίνετε θα γίνουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
έγινα έγινες έγινε γίναμε γίνατε έγιναν | να γίνω να γίνεις να γίνει να γίνουμε να γίνετε να γίνουν | γίνε γίνετε | γίνει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω γίνει έχεις γίνει έχει γίνει έχουμε γίνει έχετε γίνει έχουν γίνει | να έχω γίνει να έχεις γίνει να έχει γίνει να έχουμε γίνει να έχετε γίνει να έχουν γίνει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα γίνει είχες γίνει είχε γίνει είχαμε γίνει είχατε γίνει είχαν γίνει | να είχα γίνει να είχες γίνει να είχε γίνει να είχαμε γίνει να είχατε γίνει να είχαν γίνει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω γίνει θα έχεις γίνει θα έχει γίνει θα έχουμε γίνει θα έχετε γίνει θα έχουν γίνει |
Werbung