αφήνω – lassen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
αφήνω
αφήνεις
αφήνει
αφήνουμε
αφήνετε
αφήνουν
να αφήνω
να αφήνεις
να αφήνει
να αφήνουμε
να αφήνετε
να αφήνουν

άφηνε
αφήνετε



αφήνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
άφηνα
άφηνες
άφηνε
αφήναμε
αφήνατε
άφηναν
να άφηνα
να άφηνες
να άφηνε
να αφήναμε
να αφήνατε
να άφηναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα αφήνω
θα αφήνεις
θα αφήνει
θα αφήνουμε
θα αφήνετε
θα αφήνουν
θα αφήσω
θα αφήσεις
θα αφήσει
θα αφήσουμε
θα αφήσετε
θα αφήσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
άφησα
άφησες
άφησε
αφήσαμε
αφήσατε
άφησαν
να αφήσω
να αφήσεις
να αφήσει
να αφήσουμε
να αφήσετε
να αφήσουν

άφησε
αφήστε



αφήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω αφήσει
έχεις αφήσει
έχει αφήσει
έχουμε αφήσει
έχετε αφήσει
έχουν αφήσει
να έχω αφήσει
να έχεις αφήσει
να έχει αφήσει
να έχουμε αφήσει
να έχετε αφήσει
να έχουν αφήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα αφήσει
είχες αφήσει
είχε αφήσει
είχαμε αφήσει
είχατε αφήσει
είχαν αφήσει
να είχα αφήσει
να είχες αφήσει
να είχε αφήσει
να είχαμε αφήσει
να είχατε αφήσει
να είχαν αφήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω αφήσει
θα έχεις αφήσει
θα έχει αφήσει
θα έχουμε αφήσει
θα έχετε αφήσει
θα έχουν αφήσει
Werbung