ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
αρχίζω αρχίζεις αρχίζει αρχίζουμε αρχίζετε αρχίζουν | να αρχίζω να αρχίζεις να αρχίζει να αρχίζουμε να αρχίζετε να αρχίζουν | άρχιζε αρχίζετε | αρχίζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
άρχιζα άρχιζες άρχιζε αρχίζαμε αρχίζατε άρχιζαν | να άρχιζα να άρχιζες να άρχιζε να αρχίζαμε να αρχίζατε να άρχιζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα αρχίζω θα αρχίζεις θα αρχίζει θα αρχίζουμε θα αρχίζετε θα αρχίζουν | θα αρχίσω θα αρχίσεις θα αρχίσει θα αρχίσουμε θα αρχίσετε θα αρχίσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
άρχισα άρχισες άρχισε αρχίσαμε αρχίσατε άρχισαν | να αρχίσω να αρχίσεις να αρχίσει να αρχίσουμε να αρχίσετε να αρχίσουν | άρχισε αρχίστε | αρχίσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω αρχίσει έχεις αρχίσει έχει αρχίσει έχουμε αρχίσει έχετε αρχίσει έχουν αρχίσει | να έχω αρχίσει να έχεις αρχίσει να έχει αρχίσει να έχουμε αρχίσει να έχετε αρχίσει να έχουν αρχίσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα αρχίσει είχες αρχίσει είχε αρχίσει είχαμε αρχίσει είχατε αρχίσει είχαν αρχίσει | να είχα αρχίσει να είχες αρχίσει να είχε αρχίσει να είχαμε αρχίσει να είχατε αρχίσει να είχαν αρχίσει |
Werbung