αναβάλλω – verschieben

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
αναβάλλω
αναβάλλεις
αναβάλλει
αναβάλλουμε
αναβάλλετε
αναβάλλουν
να αναβάλλω
να αναβάλλεις
να αναβάλλει
να αναβάλλουμε
να αναβάλλετε
να αναβάλλουν

ανάβαλλε
αναβάλλετε



αναβάλλοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
ανέβαλλα
ανέβαλλες
ανέβαλλε
αναβάλλαμε
αναβάλλατε
ανάβαλλαν
να ανέβαλλα
να ανέβαλλες
να ανέβαλλε
να αναβάλλαμε
να αναβάλλατε
να ανάβαλλαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα αναβάλλω
θα αναβάλλεις
θα αναβάλλει
θα αναβάλλουμε
θα αναβάλλετε
θα αναβάλλουν
θα αναβάλω
θα αναβάλεις
θα αναβάλει
θα αναβάλουμε
θα αναβάλετε
θα αναβάλουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
ανέβαλα
ανέβαλες
ανέβαλε
αναβάλαμε
αναβάλατε
ανάβαλαν
να αναβάλω
να αναβάλεις
να αναβάλει
να αναβάλουμε
να αναβάλετε
να αναβάλουν

ανάβαλε
αναβάλετε



αναβάλει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω αναβάλει
έχεις αναβάλει
έχει αναβάλει
έχουμε αναβάλει
έχετε αναβάλει
έχουν αναβάλει
να έχω αναβάλει
να έχεις αναβάλει
να έχει αναβάλει
να έχουμε αναβάλει
να έχετε αναβάλει
να έχουν αναβάλει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα αναβάλει
είχες αναβάλει
είχε αναβάλει
είχαμε αναβάλει
είχατε αναβάλει
είχαν αναβάλει
να είχα αναβάλει
να είχες αναβάλει
να είχε αναβάλει
να είχαμε αναβάλει
να είχατε αναβάλει
να είχαν αναβάλει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω αναβάλει
θα έχεις αναβάλει
θα έχει αναβάλει
θα έχουμε αναβάλει
θα έχετε αναβάλει
θα έχουν αναβάλει
Werbung