λείπω – fehlen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
λείπω
λείπεις
λείπει
λείπουμε
λείπετε
λείπουν
να λείπω
να λείπεις
να λείπει
να λείπουμε
να λείπετε
να λείπουν

λείπε
λείπετε



λείποντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
έλειπα
έλειπες
έλειπε
λείπαμε
λείπατε
έλειπαν
να έλειπα
να έλειπες
να έλειπε
να λείπαμε
να λείπατε
να έλειπαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα λείπω
θα λείπεις
θα λείπει
θα λείπουμε
θα λείπετε
θα λείπουν
θα λείψω
θα λείψεις
θα λείψει
θα λείψουμε
θα λείψετε
θα λείψουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έλειψα
έλειψες
έλειψε
λείψαμε
λείψατε
έλειψαν
να λείψω
να λείψεις
να λείψει
να λείψουμε
να λείψετε
να λείψουν

λείψε
λείψτε



λείψει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω λείψει
έχεις λείψει
έχει λείψει
έχουμε λείψει
έχετε λείψει
έχουν λείψει
να έχω λείψει
να έχεις λείψει
να έχει λείψει
να έχουμε λείψει
να έχετε λείψει
να έχουν λείψει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα λείψει
είχες λείψει
είχε λείψει
είχαμε λείψει
είχατε λείψει
είχαν λείψει
να είχα λείψει
να είχες λείψει
να είχε λείψει
να είχαμε λείψει
να είχατε λείψει
να είχαν λείψει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω λείψει
θα έχεις λείψει
θα έχει λείψει
θα έχουμε λείψει
θα έχετε λείψει
θα έχουν λείψει
Werbung