ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
κατακρίνω κατακρίνεις κατακρίνει κατακρίνουμε κατακρίνετε κατακρίνουν | να κατακρίνω να κατακρίνεις να κατακρίνει να κατακρίνουμε να κατακρίνετε να κατακρίνουν | κατάκρινε κατακρίνετε | κατακρίνοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
κατάκρινα κατάκρινες κατάκρινε κατακρίναμε κατακρίνατε κατάκριναν | να κατάκρινα να κατάκρινες να κατάκρινε να κατακρίναμε να κατακρίνατε να κατάκριναν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα κατακρίνω θα κατακρίνεις θα κατακρίνει θα κατακρίνουμε θα κατακρίνετε θα κατακρίνουν | θα κατακρίνω θα κατακρίνεις θα κατακρίνει θα κατακρίνουμε θα κατακρίνετε θα κατακρίνουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
κατάκρινα κατάκρινες κατάκρινε κατακρίναμε κατακρίνατε κατάκριναν | να κατακρίνω να κατακρίνεις να κατακρίνει να κατακρίνουμε να κατακρίνετε να κατακρίνουν | κατάκρινε κατακρίνετε | κατακρίνει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω κατακρίνει έχεις κατακρίνει έχει κατακρίνει έχουμε κατακρίνει έχετε κατακρίνει έχουν κατακρίνει | να έχω κατακρίνει να έχεις κατακρίνει να έχει κατακρίνει να έχουμε κατακρίνει να έχετε κατακρίνει να έχουν κατακρίνει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα κατακρίνει είχες κατακρίνει είχε κατακρίνει είχαμε κατακρίνει είχατε κατακρίνει είχαν κατακρίνει | να είχα κατακρίνει να είχες κατακρίνει να είχε κατακρίνει να είχαμε κατακρίνει να είχατε κατακρίνει να είχαν κατακρίνει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω κατακρίνει θα έχεις κατακρίνει θα έχει κατακρίνει θα έχουμε κατακρίνει θα έχετε κατακρίνει θα έχουν κατακρίνει |
Werbung