ευχαριστιέμαι – sich erfreuen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
ευχαριστιέμαι
ευχαριστιέσαι
ευχαριστιέται
ευχαριστιόμαστε
ευχαριστιέστε
ευχαριστιούνται
να ευχαριστιέμαι
να ευχαριστιέσαι
να ευχαριστιέται
να ευχαριστιόμαστε
να ευχαριστιέστε
να ευχαριστιούνται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
ευχαριστιόμουν
ευχαριστιόσουν
ευχαριστιόταν
ευχαριστιόμαστε
ευχαριστιέστε
ευχαριστιόνταν
να ευχαριστιόμουν
να ευχαριστιόσουν
να ευχαριστιόταν
να ευχαριστιόμαστε
να ευχαριστιέστε
να ευχαριστιόνταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα ευχαριστηθώ
θα ευχαριστιέσαι
θα ευχαριστιέται
θα ευχαριστιόμαστε
θα ευχαριστιέστε
θα ευχαριστιούνται
θα ευχαριστηθώ
θα ευχαριστηθείς
θα ευχαριστηθεί
θα ευχαριστηθούμε
θα ευχαριστηθείτε
θα ευχαριστηθούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
ευχαριστήθηκα
ευχαριστήθηκες
ευχαριστήθηκε
ευχαριστηθήκαμε
ευχαριστηθήκατε
ευχαριστήθηκαν
να ευχαριστηθώ
να ευχαριστηθείς
να ευχαριστηθεί
να ευχαριστηθούμε
να ευχαριστηθείτε
να ευχαριστηθούν
ευχαριστηθείτε



ευχαριστηθεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω ευχαριστηθεί
έχεις ευχαριστηθεί
έχει ευχαριστηθεί
έχουμε ευχαριστηθεί
έχετε ευχαριστηθεί
έχουν ευχαριστηθεί
να έχω ευχαριστηθεί
να έχεις ευχαριστηθεί
να έχει ευχαριστηθεί
να έχουμε ευχαριστηθεί
να έχετε ευχαριστηθεί
να έχουν ευχαριστηθεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα ευχαριστηθεί
είχες ευχαριστηθεί
είχε ευχαριστηθεί
είχαμε ευχαριστηθεί
είχατε ευχαριστηθεί
είχαν ευχαριστηθεί
να είχα ευχαριστηθεί
να είχες ευχαριστηθεί
να είχε ευχαριστηθεί
να είχαμε ευχαριστηθεί
να είχατε ευχαριστηθεί
να είχαν ευχαριστηθεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω ευχαριστηθεί
θα έχεις ευχαριστηθεί
θα έχει ευχαριστηθεί
θα έχουμε ευχαριστηθεί
θα έχετε ευχαριστηθεί
θα έχουν ευχαριστηθεί
Werbung