ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
ενδιαφέρομαι ενδιαφέρεσαι ενδιαφέρεται ενδιαφερόμαστε ενδιαφέρεστε ενδιαφέρονται | να ενδιαφέρομαι να ενδιαφέρεσαι να ενδιαφέρεται να ενδιαφερόμαστε να ενδιαφέρεστε να ενδιαφέρονται |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
ενδιαφερόμουν ενδιαφερόσουν ενδιαφερόταν ενδιαφερόμασταν ενδιαφερόσασταν ενδιαφέρονταν | να ενδιαφερόμουν να ενδιαφερόσουν να ενδιαφερόταν να ενδιαφερόμασταν να ενδιαφερόσασταν να ενδιαφέρονταν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα ενδιαφέρομαι θα ενδιαφέρεσαι θα ενδιαφέρεται θα ενδιαφερόμαστε θα ενδιαφέρεστε θα ενδιαφέρονται | θα ενδιαφερθώ θα ενδιαφερθείς θα ενδιαφερθεί θα ενδιαφερθούμε θα ενδιαφερθείτε θα ενδιαφερθούν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
ενδιαφέρθηκα ενδιαφέρθηκες ενδιαφέρθηκε ενδιαφερθήκαμε ενδιαφερθήκατε ενδιαφέρθηκαν | να ενδιαφερθώ να ενδιαφερθείς να ενδιαφερθεί να ενδιαφερθούμε να ενδιαφερθείτε να ενδιαφερθούν | ενδιαφέρσου ενδιαφερθείτε | ενδιαφερθεί |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω ενδιαφερθεί έχεις ενδιαφερθεί έχει ενδιαφερθεί έχουμε ενδιαφερθεί έχετε ενδιαφερθεί έχουν ενδιαφερθεί | να έχω ενδιαφερθεί να έχεις ενδιαφερθεί να έχει ενδιαφερθεί να έχουμε ενδιαφερθεί να έχετε ενδιαφερθεί να έχουν ενδιαφερθεί |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα ενδιαφερθεί είχες ενδιαφερθεί είχε ενδιαφερθεί είχαμε ενδιαφερθεί είχατε ενδιαφερθεί είχαν ενδιαφερθεί | να είχα ενδιαφερθεί να είχες ενδιαφερθεί να είχε ενδιαφερθεί να είχαμε ενδιαφερθεί να είχατε ενδιαφερθεί να είχαν ενδιαφερθεί |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω ενδιαφερθεί θα έχεις ενδιαφερθεί θα έχει ενδιαφερθεί θα έχουμε ενδιαφερθεί θα έχετε ενδιαφερθεί θα έχουν ενδιαφερθεί |
Werbung