διηγούμαι – erzählen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
διηγούμαι
διηγείσαι
διηγείται
διηγούμαστε
διηγείστε
διηγούνται
να διηγούμαι
να διηγείσαι
να διηγείται
να διηγούμαστε
να διηγείστε
να δι διηγούνται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
διηγόμουν
διηγόσουν
διηγόταν
διηγόμασταν
διηγόσασταν
διηγόνταν
να διηγόμουν
να διηγόσουν
να διηγόταν
να διηγόμαστε
να διηγόσαστε
να διηγόνταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα διηγούμαι
θα διηγείσαι
θα διηγείται
θα διηγούμαστε
θα διηγείστε
θα διηγούνται
θα διηγηθώ
θα διηγηθείς
θα διηγηθεί
θα διηγηθούμε
θα διηγηθείτε
θα διηγηθούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
διηγήθηκα
διηγήθηκες
διηγήθηκε
διηγηθήκαμε
διηγηθήκατε
διηγήθηκαν
να διηγηθώ
να διηγηθείς
να διηγηθεί
να διηγηθούμε
να διηγηθείτε
να διηγηθούν
διηγήσου
διηγηθείτε



διηγηθεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω διηγηθεί
έχεις διηγηθεί
έχει διηγηθεί
έχουμε διηγηθεί
έχετε διηγηθεί
έχουν διηγηθεί
να έχω διηγηθεί
να έχεις διηγηθεί
να έχει διηγηθεί
να έχουμε διηγηθεί
να έχετε διηγηθεί
να έχουν διηγηθεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα διηγηθεί
είχες διηγηθεί
είχε διηγηθεί
είχαμε διηγηθεί
είχατε διηγηθεί
είχαν διηγηθεί
να είχα διηγηθεί
να είχες διηγηθεί
να είχε διηγηθεί
να είχαμε διηγηθεί
να είχατε διηγηθεί
να είχαν διηγηθεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω διηγηθεί
θα έχεις διηγηθεί
θα έχει διηγηθεί
θα έχουμε διηγηθεί
θα έχετε διηγηθεί
θα έχουν διηγηθεί
Werbung