χτυπάω – schlagen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
χτυπάω
χτυπάς
χτυπάει
χτυπάμε
χτυπάτε
χτυπάνε
να χτυπάω
να χτυπάς
να χτυπάει
να χτυπάμε
να χτυπάτε
να χτυπάνε
χτύπα
χτυπάτε



χτυπώντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
χτυπούσα
χτυπούσες
χτυπούσε
χτυπούσαμε
χτυπούσατε
χτυπούσαν
να χτυπούσα
να χτυπούσες
να χτυπούσε
να χτυπούσαμε
να χτυπούσατε
να χτυπούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα χτυπάω
θα χτυπάς
θα χτυπάει
θα χτυπάμε
θα χτυπάτε
θα χτυπάνε
θα χτυπήσω
θα χτυπήσεις
θα χτυπήσει
θα χτυπήσουμε
θα χτυπήσετε
θα χτυπήσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
χτύπησα
χτύπησες
χτύπησε
χτυπήσαμε
χτυπήσατε
χτύπησαν
να χτυπήσω
να χτυπήσεις
να χτυπήσει
να χτυπήσουμε
να χτυπήσετε
να χτυπήσουν
χτύπησε
χτυπήστε



χτυπήσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω χτυπήσει
έχεις χτυπήσει
έχει χτυπήσει
έχουμε χτυπήσει
έχετε χτυπήσει
έχουν χτυπήσει
να έχω χτυπήσει
να έχεις χτυπήσει
να έχει χτυπήσει
να έχουμε χτυπήσει
να έχετε χτυπήσει
να έχουν χτυπήσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα χτυπήσει
είχες χτυπήσει
είχε χτυπήσει
είχαμε χτυπήσει
είχατε χτυπήσει
είχαν χτυπήσει
να είχα χτυπήσει
να είχες χτυπήσει
να είχε χτυπήσει
να είχαμε χτυπήσει
να είχατε χτυπήσει
να είχαν χτυπήσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω χτυπήσει
θα έχεις χτυπήσει
θα έχει χτυπήσει
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχετε χτυπήσει
θα έχουν χτυπήσει
Werbung