φυτεύω – pflanzen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
φυτεύω
φυτεύεις
φυτεύει
φυτεύουμε
φυτεύετε
φυτεύουν
να φυτεύω
να φυτεύεις
να φυτεύει
να φυτεύουμε
να φυτεύετε
να φυτεύουν
φύτευε
φυτεύετε



φυτεύοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
φύτευα
φύτευες
φύτευε
φυτεύαμε
φυτεύατε
φύτευαν
να φύτευα
να φύτευες
να φύτευε
να φυτεύαμε
να φυτεύατε
να φύτευαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα φυτεύω
θα φυτεύεις
θα φυτεύει
θα φυτεύουμε
θα φυτεύετε
θα φυτεύουν
θα φυτέψω
θα φυτέψεις
θα φυτέψει
θα φυτέψουμε
θα φυτέψετε
θα φυτέψουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
φύτεψα
φύτεψες
φύτεψε
φυτέψαμε
φυτέψατε
φύτεψαν
να φυτέψω
να φυτέψεις
να φυτέψει
να φυτέψουμε
να φυτέψετε
να φυτέψουν
φύτεψε
φυτέψτε


φυτέψει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω φυτέψει
έχεις φυτέψει
έχει φυτέψει
έχουμε φυτέψει
έχετε φυτέψει
έχουν φυτέψει
να έχω φυτέψει
να έχεις φυτέψει
να έχει φυτέψει
να έχουμε φυτέψειι
να έχετε φυτέψει
να έχουν φυτέψει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα φυτέψει
είχες φυτέψει
είχε φυτέψει
είχαμε φυτέψει
είχατε φυτέψει
είχαν φυτέψει
να είχα φυτέψει
να είχες φυτέψει
να είχε φυτέψει
να είχαμε φυτέψει
να είχατε φυτέψει
να είχαν φυτέψει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω φυτέψει
θα έχεις φυτέψει
θα έχει φυτέψει
θα έχουμε φυτέψει
θα έχετε φυτέψει
θα έχουν φυτέψει
Werbung