φαντάζομαι – sich vorstellen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
φαντάζομαι
φαντάζεσαι
φαντάζεται
φανταζόμαστε
φαντάζεστε
φαντάζονται
να φαντάζομαι
να φαντάζεσαι
να φαντάζεται
να φανταζόμαστε
να φαντάζεστε
να φαντάζονται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
φανταζόμουν
φανταζόσουν
φανταζόταν
φανταζόμασταν
φανταζόσασταν
φαντάζονταν
να φανταζόμουν
να φανταζόσουν
να φανταζόταν
να φανταζόμασταν
να φανταζόσασταν
να φαντάζονταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα φαντάζομαι
θα φαντάζεσαι
θα φαντάζεται
θα φανταζόμαστε
θα φαντάζεστε
θα φαντάζονται
θα φανταστώ
θα φανταστείς
θα φανταστεί
θα φανταστούμε
θα φανταστείτε
θα φανταστούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
φαντάστηκα
φαντάστηκες
φαντάστηκε
φανταστήκαμε
φανταστήκατε
φαντάστηκαν
να φανταστώ
να φανταστείς
να φανταστεί
να φανταστούμε
να φανταστείτε
να φανταστούν
φαντάσου
φανταστείτε



φανταστεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω φανταστεί
έχεις φανταστεί
έχει φανταστεί
έχουμε φανταστεί
έχετε φανταστεί
έχουν φανταστεί
να έχω φανταστεί
να έχεις φανταστεί
να έχει φανταστεί
να έχουμε φανταστεί
να έχετε φανταστεί
να έχουν φανταστεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα φανταστεί
είχες φανταστεί
είχε φανταστεί
είχαμε φανταστεί
είχατε φανταστεί
είχαν φανταστεί
να είχα φανταστεί
να είχες φανταστεί
να είχε φανταστεί
να είχαμε φανταστεί
να είχατε φανταστεί
να είχαν φανταστεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω φανταστεί
θα έχεις φανταστεί
θα έχει φανταστεί
θα έχουμε φανταστεί
θα έχετε φανταστεί
θα έχουν φανταστεί
Werbung