παίζω – spielen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
παίζω
παίζεις
παίζει
παίζουμε
παίζετε
παίζουν
να παίζω
να παίζεις
να παίζει
να παίζουμε
να παίζετε
να παίζουν

παίζε
παίζετε



παίζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
έπαιζα
έπαιζες
έπαιζε
παίζαμε
παίζατε
έπαιζαν
να έπαιζα
να έπαιζες
να έπαιζε
να παίζαμε
να παίζατε
να έπαιζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα παίζω
θα παίζεις
θα παίζει
θα παίζουμε
θα παίζετε
θα παίζουν
θα παίξω
θα παίξεις
θα παίξει
θα παίξουμε
θα παίξετε
θα παίξουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έπαιξα
έπαιξες
έπαιξε
παίξαμε
παίξατε
έπαιξαν
να παίξω
να παίξεις
να παίξει
να παίξουμε
να παίξετε
να παίξουν

παίξε
παίξτε



παίξει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω παίξει
έχεις παίξει
έχει παίξει
έχουμε παίξει
έχετε παίξει
έχουν παίξει
να έχω παίξει
να έχεις παίξει
να έχει παίξει
να έχουμε παίξει
να έχετε παίξει
να έχουν παίξει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα παίξει
είχες παίξει
είχε παίξει
είχαμε παίξει
είχατε παίξει
είχαν παίξει
να είχα παίξει
να είχες παίξει
να είχε παίξει
να είχαμε παίξει
να είχατε παίξει
να είχαν παίξει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω παίξει
θα έχεις παίξει
θα έχει παίξει
θα έχουμε παίξει
θα έχετε παίξει
θα έχουν παίξει
Werbung