μπορώ – können

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
μπορώ
μπορείς
μπορεί
μπορούμε
μπορείτε
μπορούν
να μπορώ
να μπορείς
να μπορεί
να μπορούμε
να μπορείτε
να μπορούν


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
μπορούσα
μπορούσες
μπορούσε
μπορούσαμε
μπορούσατε
μπορούσαν
να μπορούσα
να μπορούσες
να μπορούσε
να μπορούσαμε
να μπορούσατε
να μπορούσαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα μπορώ
θα μπορείς
θα μπορεί
θα μπορούμε
θα μπορείτε
θα μπορούν
θα μπορέσω
θα μπορέσεις
θα μπορέσει
θα μπορέσουμε
θα μπορέσετε
θα μπορέσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
μπόρεσα
μπόρεσες
μπόρεσε
μπορέσαμε
μπορέσατε
μπόρεσαν
να μπορέσω
να μπορέσεις
να μπορέσει
να μπορέσουμε
να μπορέσετε
να μπορέσουν

μπόρεσε
μπορέστε



μπορέσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω μπορέσει
έχεις μπορέσει
έχει μπορέσει
έχουμε μπορέσει
έχετε μπορέσει
έχουν μπορέσει
να έχω μπορέσει
να έχεις μπορέσει
να έχει μπορέσει
να έχουμε μπορέσει
να έχετε μπορέσει
να έχουν μπορέσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα μπορέσει
είχες μπορέσει
είχε μπορέσει
είχαμε μπορέσει
είχατε μπορέσει
είχαν μπορέσει
να είχα μπορέσει
να είχες μπορέσει
να είχε μπορέσει
να είχαμε μπορέσει
να είχατε μπορέσει
να είχαν μπορέσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω μπορέσει
θα έχεις μπορέσει
θα έχει μπορέσει
θα έχουμε μπορέσει
θα έχετε μπορέσει
θα έχουν μπορέσει
Werbung