ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
μετράω μετράς μετράει μετράμε μετράτε μετράνε | να μετράω να μετράς να μετράει να μετράμε να μετράτε να μετράνε | μέτρα μετράτε | μετρώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
μετρούσα μετρούσες μετρούσε μετρούσαμε μετρούσατε μετρούσαν | να μετρούσα να μετρούσες να μετρούσε να μετρούσαμε να μετρούσατε να μετρούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα μετράω θα μετράς θα μετράει θα μετράμε θα μετράτε θα μετράνε | θα μετρήσω θα μετρήσεις θα μετρήσει θα μετρήσουμε θα μετρήσετε θα μετρήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
μέτρησα μέτρησες μέτρησε μετρήσαμε μετρήσατε μέτρησαν | να μετρήσω να μετρήσεις να μετρήσει να μετρήσουμε να μετρήσετε να μετρήσουν | μέτρησε μετρήστε | μετρήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω μετρήσει έχεις μετρήσει έχει μετρήσει έχουμε μετρήσει έχετε μετρήσει έχουν μετρήσει | να έχω μετρήσει να έχεις μετρήσει να έχει μετρήσει να έχουμε μετρήσει να έχετε μετρήσει να έχουν μετρήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα μετρήσει είχες μετρήσει είχε μετρήσει είχαμε μετρήσει είχατε μετρήσει είχαν μετρήσει | να είχα μετρήσει να είχες μετρήσει να είχε μετρήσει να είχαμε μετρήσει να είχατε μετρήσει να είχαν μετρήσει |
Werbung