λυπάμαι – leid tun, bedauern

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
λυπάμαι
λυπάσαι
λυπάται
λυπόμαστε
λυπάστε
λυπούνται
να λυπάμαι
να λυπάσαι
να λυπάται
να λυπόμαστε
να λυπάστε
να λυπούνται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
λυπόμουν
λυπόσουν
λυπόταν
λυπόμαστε
λυπόσαστε
λυπόνταν
να λυπόμουν
να λυπόσουν
να λυπόταν
να λυπόμαστε
να λυπόσαστε
να λυπόνταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα λυπάμαι
θα λυπάσαι
θα λυπάται
θα λυπόμαστε
θα λυπάστε
θα λυπούνται
θα λυπηθώ
θα λυπηθείς
θα λυπηθεί
θα λυπηθούμε
θα λυπηθείτε
θα λυπηθούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
λυπήθηκα
λυπήθηκες
λυπήθηκε
λυπηθήκαμε
λυπηθήκατε
λυπήθηκαν
να λυπηθώ
να λυπηθείς
να λυπηθεί
να λυπηθούμε
να λυπηθείτε
να λυπηθούν

λυπήσου
λυπηθείτε



λυπηθεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω λυπηθεί
έχεις λυπηθεί
έχει λυπηθεί
έχουμε λυπηθεί
έχετε λυπηθεί
έχουν λυπηθεί
να έχω λυπηθεί
να έχεις λυπηθεί
να έχει λυπηθεί
να έχουμε λυπηθεί
να έχετε λυπηθεί
να έχουν λυπηθεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα λυπηθεί
είχες λυπηθεί
είχε λυπηθεί
είχαμε λυπηθεί
είχατε λυπηθεί
είχαν λυπηθεί
να είχα λυπηθεί
να είχες λυπηθεί
να είχε λυπηθεί
να είχαμε λυπηθεί
να είχατε λυπηθεί
να είχαν λυπηθεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω λυπηθεί
θα έχεις λυπηθεί
θα έχει λυπηθεί
θα έχουμε λυπηθεί
θα έχετε λυπηθεί
θα έχουν λυπηθεί
Werbung