κόβω – schneiden

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
κόβω
κόβεις
κόβει
κόβουμε
κόβετε
κόβουν
να κόβω
να κόβεις
να κόβει
να κόβουμε
να κόβετε
να κόβουν
κόβε
κόβετε



κόβοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
έκοβα
έκοβες
έκοβε
κόβαμε
κόβατε
έκοβαν
να έκοβα
να έκοβες
να έκοβε
να κόβαμε
να κόβατε
να έκοβαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα κόβω
θα κόβεις
θα κόβει
θα κόβουμε
θα κόβετε
θα κόβουν
θα κόψω
θα κόψεις
θα κόψει
θα κόψουμε
θα κόψετε
θα κόψουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έκοψα
έκοψες
έκοψε
κόψαμε
κόψατε
έκοψαν
να κόψω
να κόψεις
να κόψει
να κόψουμε
να κόψετε
να κόψουν
κόψε
κόψτε



κόψει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω κόψει
έχεις κόψει
έχει κόψει
έχουμε κόψει
έχετε κόψει
έχουν κόψει
να έχω κόψει
να έχεις κόψει
να έχει κόψει
να έχουμε κόψει
να έχετε κόψει
να έχουν κόψει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα κόψει
είχες κόψει
είχε κόψει
είχαμε κόψει
είχατε κόψει
είχαν κόψει
να είχα κόψει
να είχες κόψει
να είχε κόψει
να είχαμε κόψει
να είχατε κόψει
να είχαν κόψει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω κόψει
θα έχεις κόψει
θα έχει κόψει
θα έχουμε κόψει
θα έχετε κόψει
θα έχουν κόψει
Werbung