κλείνω – schließen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
κλείνω
κλείνεις
κλείνει
κλείνουμε
κλείνετε
κλείνουν
να κλείνω
να κλείνεις
να κλείνει
να κλείνουμε
να κλείνετε
να κλείνουν

κλείνε
κλείνετε



κλείνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
έκλεινα
έκλεινες
έκλεινε
κλείναμε
κλείνατε
έκλειναν
να έκλεινα
να έκλεινες
να έκλεινε
να κλείναμε
να κλείνατε
να έκλειναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα κλείνω
θα κλείνεις
θα κλείνει
θα κλείνουμε
θα κλείνετε
θα κλείνουν
θα κλείσω
θα κλείσεις
θα κλείσει
θα κλείσουμε
θα κλείσετε
θα κλείσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έκλεισα
έκλεισες
έκλεισε
κλείσαμε
κλείσατε
έκλεισαν
να κλείσω
να κλείσεις
να κλείσει
να κλείσουμε
να κλείσετε
να κλείσουν
κλείσε
κλείστε


κλείσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω κλείσει
έχεις κλείσει
έχει κλείσει
έχουμε κλείσει
έχετε κλείσει
έχουν κλείσει
να έχω κλείσει
να έχεις κλείσει
να έχει κλείσει
να έχουμε κλείσει
να έχετε κλείσει
να έχουν κλείσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα κλείσει
είχες κλείσει
είχε κλείσει
είχαμε κλείσει
είχατε κλείσει
είχαν κλείσει
να είχα κλείσει
να είχες κλείσει
να είχε κλείσει
να είχαμε κλείσει
να είχατε κλείσει
να είχαν κλείσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω κλείσει
θα έχεις κλείσει
θα έχει κλείσει
θα έχουμε κλείσει
θα έχετε κλείσει
θα έχουν κλείσει
Werbung