ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
κερνάω κερνάς κερνάει κερνάμε κερνάτε κερνάνε | να κερνάω να κερνάς να κερνάει να κερνάμε να κερνάτε να κερνάνε | κέρνα κερνάτε | κερνώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
κερνούσα κερνούσες κερνούσε κερνούσαμε κερνούσατε κερνούσαν | να κερνούσα να κερνούσες να κερνούσε να κερνούσαμε να κερνούσατε να κερνούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα κερνάω θα κερνάς θα κερνάει θα κερνάμε θα κερνάτε θα κερνάνε | θα κεράσω θα κεράσεις θα κεράσει θα κεράσουμε θα κεράσετε θα κεράσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
κέρασα κέρασες κέρασε κεράσαμε κεράσατε κέρασαν | να κεράσω να κερδίσεις να κεράσει να κεράσουμε να κεράσετε να κεράσουν | κέρασε κεράστε | κεράσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω κεράσει έχεις κεράσει έχει κεράσει έχουμε κεράσει έχετε κεράσει έχουν κεράσει | να έχω κεράσει να έχεις κεράσει να έχει κεράσει να έχουμε κεράσει να έχετε κεράσει να έχουν κεράσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα κεράσει είχες κεράσει είχε κεράσει είχαμε κεράσει είχατε κεράσει είχαν κεράσει | να είχα κεράσει να είχες κεράσει να είχε κεράσει να είχαμε κεράσει να είχατε κεράσει να είχαν κεράσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω κεράσει θα έχεις κεράσει θα έχει κεράσει θα έχουμε κεράσει θα έχετε κεράσει θα έχουν κεράσει |
Werbung