κατευθύνομαι – zusteuern

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
κατευθύνομαι
κατευθύνεσαι
κατευθύνεται
κατευθυνόμαστε
κατευθύνεστε
κατευθύνονται
να κατευθύνομαι
να κατευθύνεσαι
να κατευθύνεται
να κατευθυνόμαστε
να κατευθύνεστε
να κατευθύνονται


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
κατευθυνόμουν
κατευθυνόσουν
κατευθυνόταν
κατευθυνόμασταν
κατευθυνόσασταν
κατευθύνονταν
να κατευθυνόμουν
να κατευθυνόσουν
να κατευθυνόταν
να κατευθυνόμασταν
να κατευθυνόσασταν
να κατευθύνονταν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα κατευθύνομαι
θα κατευθύνεσαι
θα κατευθύνεται
θα κατευθυνόμαστε
θα κατευθύνεστε
θα κατευθύνονται
θα κατευθυνθώ
θα κατευθυνθείς
θα κατευθυνθεί
θα κατευθυνθούμε
θα κατευθυνθείτε
θα κατευθυνθούν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
κατευθύνθηκα
κατευθύνθηκες
κατευθύνθηκε
κατευθυνθήκαμε
κατευθυνθήκατε
κατευθύνθηκαν
να κατευθυνθώ
να κατευθυνθείς
να κατευθυνθεί
να κατευθυνθούμε
να κατευθυνθείτε
να κατευθυνθούν

κατευθύνσου
κατευθυνθείτε



κατευθυνθεί





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω κατευθυνθεί
έχεις κατευθυνθεί
έχει κατευθυνθεί
έχουμε κατευθυνθεί
έχετε κατευθυνθεί
έχουν κατευθυνθεί
να έχω κατευθυνθεί
να έχεις κατευθυνθεί
να έχει κατευθυνθεί
να έχουμε κατευθυνθεί
να έχετε κατευθυνθεί
να έχουν κατευθυνθεί


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα κατευθυνθεί
είχες κατευθυνθεί
είχε κατευθυνθεί
είχαμε κατευθυνθεί
είχατε κατευθυνθεί
είχαν κατευθυνθεί
να είχα κατευθυνθεί
να είχες κατευθυνθεί
να είχε κατευθυνθεί
να είχαμε κατευθυνθεί
να είχατε κατευθυνθεί
να είχαν κατευθυνθεί


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω κατευθυνθεί
θα έχεις κατευθυνθεί
θα έχει κατευθυνθεί
θα έχουμε κατευθυνθεί
θα έχετε κατευθυνθεί
θα έχουν κατευθυνθεί
Werbung