ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
κατανοώ κατανοείς κατανοεί κατανοούμε κατανοείτε κατανοούν | να κατανοώ να κατανοείς να κατανοεί να κατανοούμε να κατανοείτε να κατανοούν | κατανόα κατανοείτε | κατανοώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
κατανοούσα κατανοούσες κατανοούσε κατανοούσαμε κατανοούσατε κατανοούσαν | να κατανοούσα να κατανοούσες να κατανοούσε να κατανοούσαμε να κατανοούσατε να κατανοούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα κατανοώ θα κατανοείς θα κατανοεί θα κατανοούμε θα κατανοείτε θα κατανοούν | θα κατανοήσω θα κατανοήσεις θα κατανοήσει θα κατανοήσουμε θα κατανοήσετε θα κατανοήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
κατανόησα κατανόησες κατανόησε κατανοήσαμε κατανοήσατε κατανόησαν | να κατανοήσω να κατανοήσεις να κατανοήσει να κατανοήσουμε να κατανοήσετε να κατανοήσουν | κατανόησε κατανοήστε | κατανοήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω κατανοήσει έχεις κατανοήσει έχει κατανοήσει έχουμε κατανοήσει έχετε κατανοήσει έχουν κατανοήσει | να έχω κατανοήσει να έχεις κατανοήσει να έχει κατανοήσει να έχουμε κατανοήσει να έχετε κατανοήσει να έχουν κατανοήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα κατανοήσει είχες κατανοήσει είχε κατανοήσει είχαμε κατανοήσει είχατε κατανοήσει είχαν κατανοήσει | να είχα κατανοήσει να είχες κατανοήσει να είχε κατανοήσει να είχαμε κατανοήσει να είχατε κατανοήσει να είχαν κατανοήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω κατανοήσει θα έχεις κατανοήσει θα έχει κατανοήσει θα έχουμε κατανοήσει θα έχετε κατανοήσει θα έχουν κατανοήσει |
Werbung