ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
ιδρώνω ιδρώνεις ιδρώνει ιδρώνουμε ιδρώνετε ιδρώνουν | να ιδρώνω να ιδρώνεις να ιδρώνει να ιδρώνουμε να ιδρώνετε να ιδρώνουν | ίδρωνε ιδρώνετε | ιδρώνοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
ίδρωνα ίδρωνες ίδρωνε ιδρώναμε ιδρώνατε ίδρωναν | να ίδρωνα να ίδρωνες να ίδρωνε να ιδρώναμε να ιδρώνατε να ίδρωναν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα ιδρώνω θα ιδρώνεις θα ιδρώνει θα ιδρώνουμε θα ιδρώνετε θα ιδρώνουν | θα ιδρώσω θα ιδρώσεις θα ιδρώσει θα ιδρώσουμε θα ιδρώσετε θα ιδρώσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
ίδρωσα ίδρωσες ίδρωσε ιδρώσαμε ιδρώσατε ίδρωσαν | να ιδρώσω να ιδρώσεις να ιδρώσει να ιδρώσουμε να ιδρώσετε να ιδρώσουν | ίδρωσε ιδρώστε | ιδρώσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω ιδρώσει έχεις ιδρώσει έχει ιδρώσει έχουμε ιδρώσει έχετε ιδρώσει έχουν ιδρώσει | να έχω ιδρώσει να έχεις ιδρώσει να έχει ιδρώσει να έχουμε ιδρώσει να έχετε ιδρώσει να έχουν ιδρώσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα ιδρώσει είχες ιδρώσει είχε ιδρώσει είχαμε ιδρώσει είχατε ιδρώσει είχαν ιδρώσει | να είχα ιδρώσει να είχες ιδρώσει να είχε ιδρώσει να είχαμε ιδρώσει να είχατε ιδρώσει να είχαν ιδρώσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω ιδρώσει θα έχεις ιδρώσει θα έχει ιδρώσει θα έχουμε ιδρώσει θα έχετε ιδρώσει θα έχουν ιδρώσει |
Werbung