θαυμάζω – bewundern

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
θαυμάζω
θαυμάζεις
θαυμάζει
θαυμάζουμε
θαυμάζετε
θαυμάζουν
να θαυμάζω
να θαυμάζεις
να θαυμάζει
να θαυμάζουμε
να θαυμάζετε
να θαυμάζουν

θαύμαζε
θαυμάζετε



θαυμάζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
θαύμαζα
θαύμαζες
θαύμαζε
θαυμάζαμε
θαυμάζατε
θαύμαζαν
να θαύμαζα
να θαύμαζες
να θαύμαζε
να θαυμάζαμε
να θαυμάζατε
να θαύμαζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα θαυμάζω
θα θαυμάζεις
θα θαυμάζει
θα θαυμάζουμε
θα θαυμάζετε
θα θαυμάζουν
θα θαυμάσω
θα θαυμάσεις
θα θαυμάσει
θα θαυμάσουμε
θα θαυμάσετε
θα θαυμάσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
θαύμασα
θαύμασες
θαύμασε
θαυμάσαμε
θαυμάσατε
θαύμασαν
να θαυμάσω
να θαυμάσεις
να θαυμάσει
να θαυμάσουμε
να θαυμάσετε
να θαυμάσουν

θαύμασε
θαυμάστε



θαυμάσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω θαυμάσει
έχεις θαυμάσει
έχει θαυμάσει
έχουμε θαυμάσει
έχετε θαυμάσει
έχουν θαυμάσει
να έχω θαυμάσει
να έχεις θαυμάσει
να έχει θαυμάσει
να έχουμε θαυμάσει
να έχετε θαυμάσει
να έχουν θαυμάσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα θαυμάσει
είχες θαυμάσει
είχε θαυμάσει
είχαμε θαυμάσει
είχατε θαυμάσει
είχαν θαυμάσει
να είχα θαυμάσει
να είχες θαυμάσει
να είχε θαυμάσει
να είχαμε θαυμάσει
να είχατε θαυμάσει
να είχαν θαυμάσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω θαυμάσει
θα έχεις θαυμάσει
θα έχει θαυμάσει
θα έχουμε θαυμάσει
θα έχετε θαυμάσει
θα έχουν θαυμάσει
Werbung