ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
θέλω θέλεις θέλει θέλουμε θέλετε θέλουν | να θέλω να θέλεις να θέλει να θέλουμε να θέλετε να θέλουν | θέλε θέλετε | θέλοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
ήθελα ήθελες ήθελε θέλαμε θέλατε ήθελαν | να ήθελα να ήθελες να ήθελε να θέλαμε να θέλατε να ήθελαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα θέλω θα θέλεις θα θέλει θα θέλουμε θα θέλετε θα θέλουν | θα θελήσω θα θελήσεις θα θελήσει θα θελήσουμε θα θελήσετε θα θελήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
θέλησα θέλησες θέλησε θελήσαμε θελήσατε θέλησαν | να θελήσω να θελήσεις να θελήσει να θελήσουμε να θελήσετε να θελήσουν | θέλησε θελήστε | θελήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω θελήσει έχεις θελήσει έχει θελήσει έχουμε θελήσει έχετε θελήσει έχουν θελήσει | να έχω θελήσει να έχεις θελήσει να έχει θελήσει να έχουμε θελήσει να έχετε θελήσει να έχουν θελήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα θελήσει είχες θελήσει είχε θελήσει είχαμε θελήσει είχατε θελήσει είχαν θελήσει | να είχα θελήσει να είχες θελήσει να είχε θελήσει να είχαμε θελήσει να είχατε θελήσει να είχαν θελήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω θελήσει θα έχεις θελήσει θα έχει θελήσει θα έχουμε θελήσει θα έχετε θελήσει θα έχουν θελήσει |
Werbung