επιμένω – auf etwas bestehen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – KonjunktivΠροστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
επιμένω
επιμένεις
επιμένει
επιμένουμε
επιμένετε
επιμένουν
να επιμένω
να επιμένεις
να επιμένει
να επιμένουμε
να επιμένετε
να επιμένουν

επέμενε
επιμένετε



επιμένοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
επέμενα
επέμενες
επέμενε
επιμέναμε
επιμένατε
επέμεναν
να επέμενα
να επέμενες
να επέμενε
να επιμέναμε
να επιμένατε
να επέμεναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – ContinuumΣτιγμιαίος – Einmalig
θα επιμένω
θα επιμένεις
θα επιμένει
θα επιμένουμε
θα επιμένετε
θα επιμένουν
θα επιμείνω
θα επιμείνεις
θα επιμείνει
θα επιμείνουμε
θα επιμείνετε
θα επιμείνουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – KonjunktivΠροστακτική – ImperativΑπαρέμφατο –
infin. Form
επέμεινα
επέμεινες
επέμεινε
επιμείναμε
επιμείνατε
επέμειναν
να επιμείνω
να επιμείνεις
να επιμείνει
να επιμείνουμε
να επιμείνετε
να επιμείνουν

επέμεινε
επιμείνατε



επιμείνει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω επιμείνει
έχεις επιμείνει
έχει επιμείνει
έχουμε επιμείνει
έχετε επιμείνει
έχουν επιμείνει
να έχω επιμείνει
να έχεις επιμείνει
να έχει επιμείνει
να έχουμε επιμείνει
να έχετε επιμείνει
να έχουν επιμείνει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα επιμείνει
είχες επιμείνει
είχε επιμείνει
είχαμε επιμείνει
είχατε επιμείνει
είχαν επιμείνει
να είχα επιμείνει
να είχες επιμείνει
να είχε επιμείνει
να είχαμε επιμείνει
να είχατε επιμείνει
να είχαν επιμείνει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω επιμείνει
θα έχεις επιμείνει
θα έχει επιμείνει
θα έχουμε επιμείνει
θα έχετε επιμείνει
θα έχουν επιμείνει
Werbung