ελπίζω – hoffen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
ελπίζω
ελπίζεις
ελπίζει
ελπίζουμε
ελπίζετε
ελπίζουν
να ελπίζω
να ελπίζεις
να ελπίζει
να ελπίζουμε
να ελπίζετε
να ελπίζουν
έλπιζε
ελπίζετε



ελπίζοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
ήλπιζα
ήλπιζες
ήλπιζε
ηλπίζαμε
ηλπίζατε
ήλπιζαν
να ήλπιζα
να ήλπιζες
να ήλπιζε
να ηλπίζαμε
να ηλπίζατε
να ήλπιζαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα ελπίζω
θα ελπίζεις
θα ελπίζει
θα ελπίζουμε
θα ελπίζετε
θα ελπίζουν
θα ελπίσω
θα ελπίσεις
θα ελπίσει
θα ελπίσουμε
θα ελπίσετε
θα ελπίσουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
ήλπισα
ήλπισες
ήλπισε
ηλπίσαμε
ηλπίσατε
ήλπισαν
να ελπίσω
να ελπίσεις
να ελπίσει
να ελπίσουμε
να ελπίσετε
να ελπίσουν
έλπισε
ελπίσετε



ελπίσει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω ελπίσει
έχεις ελπίσει
έχει ελπίσει
έχουμε ελπίσει
έχετε ελπίσει
έχουν ελπίσει
να έχω ελπίσει
να έχεις ελπίσει
να έχει ελπίσει
να έχουμε ελπίσει
να έχετε ελπίσει
να έχουν ελπίσει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα ελπίσει
είχες ελπίσει
είχε ελπίσει
είχαμε ελπίσει
είχατε ελπίσει
είχαν ελπίσει
να είχα ελπίσει
να είχες ελπίσει
να είχε ελπίσει
να είχαμε ελπίσει
να είχατε ελπίσει
να είχαν ελπίσει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω ελπίσει
θα έχεις ελπίσει
θα έχει ελπίσει
θα έχουμε ελπίσει
θα έχετε ελπίσει
θα έχουν ελπίσει
Werbung