ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
δοκιμάζω δοκιμάζεις δοκιμάζει δοκιμάζουμε δοκιμάζετε δοκιμάζουν | να δοκιμάζω να δοκιμάζεις να δοκιμάζει να δοκιμάζουμε να δοκιμάζετε να δοκιμάζουν | δοκίμαζε δοκιμάζετε | δοκιμάζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
δοκίμαζα δοκίμαζες δοκίμαζε δοκιμάζαμε δοκιμάζατε δοκίμαζαν | να δοκίμαζα να δοκίμαζες να δοκίμαζε να δοκιμάζαμε να δοκιμάζατε να δοκίμαζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα δοκιμάζω θα δοκιμάζεις θα δοκιμάζει θα δοκιμάζουμε θα δοκιμάζετε θα δοκιμάζουν | θα δοκιμάσω θα δοκιμάσεις θα δοκιμάσει θα δοκιμάσουμε θα δοκιμάσετε θα δοκιμάσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
δοκίμασα δοκίμασες δοκίμασε δοκιμάσαμε δοκιμάσατε δοκίμασαν | να δοκιμάσω να δοκιμάσεις να δοκιμάσει να δοκιμάσουμε να δοκιμάσετε να δοκιμάσουν | δοκίμασε δοκιμάστε | δοκιμάσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω δοκιμάσει έχεις δοκιμάσει έχει δοκιμάσει έχουμε δοκιμάσει έχετε δοκιμάσει έχουν δοκιμάσει | να έχω δοκιμάσει να έχεις δοκιμάσει να έχει δοκιμάσει να έχουμε δοκιμάσει να έχετε δοκιμάσει να έχουν δοκιμάσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα δοκιμάσει είχες δοκιμάσει είχε δοκιμάσει είχαμε δοκιμάσει είχατε δοκιμάσει είχαν δοκιμάσει | να είχα δοκιμάσει να είχες δοκιμάσει να είχε δοκιμάσει να είχαμε δοκιμάσει να είχατε δοκιμάσει να είχαν δοκιμάσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω δοκιμάσει θα έχεις δοκιμάσει θα έχει δοκιμάσει θα έχουμε δοκιμάσει θα έχετε δοκιμάσει θα έχουν δοκιμάσει |
Werbung