ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
δημοσιοποιώ δημοσιοποιείς δημοσιοποιεί δημοσιοποιούμε δημοσιοποιείτε δημοσιοποιούν | να δημοσιοποιώ να δημοσιοποιείς να δημοσιοποιεί να δημοσιοποιούμε να δημοσιοποιείτε να δημοσιοποιούν | δημοσιοποιώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
δημοσιοποιούσα δημοσιοποιούσες δημοσιοποιούσε δημοσιοποιούσαμε δημοσιοποιούσατε δημοσιοποιούσαν | να δημοσιοποιούσα να δημοσιοποιούσες να δημοσιοποιούσε να δημοσιοποιούσαμε να δημοσιοποιούσατε να δημοσιοποιούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα δημοσιοποιώ θα δημοσιοποιείς θα δημοσιοποιεί θα δημοσιοποιούμε θα δημοσιοποιείτε θα δημοσιοποιούν | θα δημοσιοποιήσω θα δημοσιοποιήσεις θα δημοσιοποιήσει θα δημοσιοποιήσουμε θα δημοσιοποιήσετε θα δημοσιοποιήσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
δημοσιοποίησα δημοσιοποίησες δημοσιοποίησε δημοσιοποιήσαμε δημοσιοποιήσατε δημοσιοποίησαν | να δημοσιοποιήσω να δημοσιοποιήσεις να δημοσιοποιήσει να δημοσιοποιήσουμε να δημοσιοποιήσετε να δημοσιοποιήσουν | δημοσιοποίησε δημοσιοποιήστε | δημοσιοποιήσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω δημοσιοποιήσει έχεις δημοσιοποιήσει έχει δημοσιοποιήσει έχουμε δημοσιοποιήσει έχετε δημοσιοποιήσει έχουν δημοσιοποιήσει | να έχω δημοσιοποιήσει να έχεις δημοσιοποιήσει να έχει δημοσιοποιήσει να έχουμε δημοσιοποιήσει να έχετε δημοσιοποιήσει να έχουν δημοσιοποιήσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα δημοσιοποιήσει είχες δημοσιοποιήσει είχε δημοσιοποιήσει είχαμε δημοσιοποιήσει είχατε δημοσιοποιήσει είχαν δημοσιοποιήσει | να είχα δημοσιοποιήσει να είχες δημοσιοποιήσει να είχε δημοσιοποιήσει να είχαμε δημοσιοποιήσει να είχατε δημοσιοποιήσει να είχαν δημοσιοποιήσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω δημοσιοποιήσει θα έχεις δημοσιοποιήσει θα έχει δημοσιοποιήσει θα έχουμε δημοσιοποιήσει θα έχετε δημοσιοποιήσει θα έχουν δημοσιοποιήσει |
Werbung