δείχνω – zeigen

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
δείχνω
δείχνεις
δείχνει
δείχνουμε
δείχνετε
δείχνουν
να δείχνω
να δείχνεις
να δείχνει
να δείχνουμε
να δείχνετε
να δείχνουν

δείχνε
δείχνετε



δείχνοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
έδειχνα
έδειχνες
έδειχνε
δείχναμε
δείχνατε
έδειχναν
να έδειχνα
να έδειχνες
να έδειχνε
να δείχναμε
να δείχνατε
να έδειχναν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα δείχνω
θα δείχνεις
θα δείχνει
θα δείχνουμε
θα δείχνετε
θα δείχνουν
θα δείξω
θα δείξεις
θα δείξει
θα δείξουμε
θα δείξετε
θα δείξουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
έδειξα
έδειξες
έδειξε
δείξαμε
δείξατε
έδειξαν
να δείξω
να δείξεις
να δείξει
να δείξουμε
να δείξετε
να δείξουν

δείξε
δείξτε



δείξει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω δείξει
έχεις δείξει
έχει δείξει
έχουμε δείξει
έχετε δείξει
έχουν δείξει
να έχω δείξει
να έχεις δείξει
να έχει δείξει
να έχουμε δείξει
να έχετε δείξει
να έχουν δείξει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα δείξει
είχες δείξει
είχε δείξει
είχαμε δείξει
είχατε δείξει
είχαν δείξει
να είχα δείξει
να είχες δείξει
να είχε δείξει
να είχαμε δείξει
να είχατε δείξει
να είχαν δείξει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω δείξει
θα έχεις δείξει
θα έχει δείξει
θα έχουμε δείξει
θα έχετε δείξει
θα έχουν δείξει
Werbung