ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
δένω δένεις δένει δένουμε δένετε δένουν | να δένω να δένεις να δένει να δένουμε να δένετε να δένουν | δένε δένετε | δένοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έδενα έδενες έδενε δέναμε δένατε έδεναν | να έδενα να έδενες να έδενε να δέναμε να δένατε να έδεναν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα δένω θα δένεις θα δένει θα δένουμε θα δένετε θα δένουν | θα δέσω θα δέσεις θα δέσει θα δέσουμε θα δέσετε θα δέσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
έδεσα έδεσες έδεσε δέσαμε δέσατε έδαναν | να δέσω να δέσεις να δέσει να δέσουμε να δέσετε να δέσουν | δέσε δέστε | δέσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω δέσει έχεις δέσει έχει δέσει έχουμε δέσει έχετε δέσει έχουν δέσει | να έχω δέσει να έχεις δέσει να έχει δέσει να έχουμε δέσει να έχετε δέσει να έχουν δέσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα δέσει είχες δέσει είχε δέσει είχαμε δέσει είχατε δέσει είχαν δέσει | να είχα δέσει να είχες δέσει να είχε δέσει να είχαμε δέσει να είχατε δέσει να είχαν δέσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω δέσει θα έχεις δέσει θα έχει δέσει θα έχουμε δέσει θα έχετε δέσει θα έχουν δέσει |
Werbung