ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
ανεβαίνω ανεβαίνεις ανεβαίνει ανεβαίνουμε ανεβαίνετε ανεβαίνουν | να ανεβαίνω να ανεβαίνεις να ανεβαίνει να ανεβαίνουμε να ανεβαίνετε να ανεβαίνουν | ανέβαινε ανεβαίνετε | ανεβαίνοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
ανέβαινα ανέβαινες ανέβαινε ανεβαίναμε ανεβαίνατε ανέβαιναν | να ανέβαινα να ανέβαινες να ανέβαινε να ανεβαίναμε να ανεβαίνατε να ανέβαιναν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα ανεβαίνω θα ανεβαίνεις θα ανεβαίνει θα ανεβαίνουμε θα ανεβαίνετε θα ανεβαίνουν | θα ανεβώ θα ανεβείς θα ανεβεί θα ανεβούμε θα ανεβείτε θα ανεβούν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
ανέβηκα ανέβηκες ανέβηκε ανεβήκαμε ανεβήκατε ανέβηκαν | να ανεβώ να ανεβείς να ανεβεί να ανεβούμε να ανεβείτε να ανεβούν | ανέβα ανεβείτε | ανεβεί |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω ανεβεί έχεις ανεβεί έχει ανεβεί έχουμε ανεβεί έχετε ανεβεί έχουν ανεβεί | να έχω ανεβεί να έχεις ανεβεί να έχει ανεβεί να έχουμε ανεβεί να έχετε ανεβεί να έχουν ανεβεί |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα ανεβεί είχες ανεβεί είχε ανεβεί είχαμε ανεβεί είχατε ανεβεί είχαν ανεβεί | να είχα ανεβεί να είχες ανεβεί να είχε ανεβεί να είχαμε ανεβεί να είχατε ανεβεί να είχαν ανεβεί |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω ανεβεί θα έχεις ανεβεί θα έχει ανεβεί θα έχουμε ανεβεί θα έχετε ανεβεί θα έχουν ανεβεί |
Werbung