ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
αισθάνομαι αισθάνεσαι αισθάνεται αισθανόμαστε αισθάνεστε αισθάνονται | να αισθάνομαι να αισθάνεσαι να αισθάνεται να αισθανόμαστε να αισθάνεστε να αισθάνονται |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
αισθανόμουν αισθανόσουν αισθανόταν αισθανόμασταν αισθανόσασταν αισθάνονταν | να αισθανόμουν να αισθανόσουν να αισθανόταν να αισθανόμασταν να αισθανόσασταν να αισθάνονταν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα αισθάνομαι θα αισθάνεσαι θα αισθάνεται θα αισθανόμαστε θα αισθάνεστε θα αισθάνονται | θα αισθανθώ θα αισθανθείς θα αισθανθεί θα αισθανθούμε θα αισθανθείτε θα αισθανθούν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
αισθάνθηκα αισθάνθηκες αισθάνθηκε αισθανθήκαμε αισθανθήκατε αισθάνθηκαν | να αισθανθώ να αισθανθείς να αισθανθεί να αισθανθούμε να αισθανθείτε να αισθανθούν | αισθάνσου αισθανθείτε | αισθανθεί |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω αισθανθεί έχεις αισθανθεί έχει αισθανθεί έχουμε αισθανθεί έχετε αισθανθεί έχουν αισθανθεί | να έχω αισθανθεί να έχεις αισθανθεί να έχει αισθανθεί να έχουμε αισθανθεί να έχετε αισθανθεί να έχουν αισθανθεί |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα αισθανθεί είχες αισθανθεί είχε αισθανθεί είχαμε αισθανθεί είχατε αισθανθεί είχαν αισθανθεί | να είχα αισθανθεί να είχες αισθανθεί να είχε αισθανθεί να είχαμε αισθανθεί να είχατε αισθανθεί να είχαν αισθανθεί |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω αισθανθεί θα έχεις αισθανθεί θα έχει αισθανθεί θα έχουμε αισθανθεί θα έχετε αισθανθεί θα έχουν αισθανθεί |
Werbung