έχω – haben

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
έχω
έχεις
έχει
έχουμε
έχετε
έχουν
να έχω
να έχεις
να έχει
να έχουμε
να έχετε
να έχουν
έχε
έχετε
έχοντας


ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
είχα
είχες
είχε
είχαμε
είχατε
είχαν
να είχα
να είχες
να είχε
να είχαμε
να είχατε
να είχαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα έχω
θα έχεις
θα έχει
θα έχουμε
θα έχετε
θα έχουν
θα έχω
θα έχεις
θα έχει
θα έχουμε
θα έχετε
θα έχουν
Werbung