επιστρέφω – zurückgeben, zurückkehren

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv Προστακτική –
Imperativ
Μετοχή – Partizip
επιστρέφω
επιστρέφεις
επιστρέφει
επιστρέφουμε
επιστρέφετε
επιστρέφουν
να επιστρέφω
να επιστρέφεις
να επιστρέφει
να επιστρέφουμε
να επιστρέφετε
να επιστρέφουν

επέστρεφε
επιστρέφετε



επιστρέφοντας





ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt

Οριστική – Indikativ (continuum)Υποτακτική – Konjunktiv
επέστρεφα
επέστρεφες
επέστρεφε
επιστρέφαμε
επιστρέφατε
επέστρεφαν
να επέστρεφα
να επέστρεφες
να επέστρεφε
να επιστρέφαμε
να επιστρέφατε
να επέστρεφαν


ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur

Εξακολουθητικός – Continuum Στιγμιαίος – Einmalig
θα επιστρέφω
θα επιστρέφεις
θα επιστρέφει
θα επιστρέφουμε
θα επιστρέφετε
θα επιστρέφουν
θα επιστρέψω
θα επιστρέψεις
θα επιστρέψει
θα επιστρέψουμε
θα επιστρέψετε
θα επιστρέψουν


ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist

Οριστική – Indikativ (einmalig)Υποτακτική – Konjunktiv Προστακτική – Imperativ Απαρέμφατο –
infin. Form
επέστρεψα
επέστρεψες
επέστρεψε
επιστρέψαμε
επιστρέψατε
επέστρεψαν
να επιστρέψω
να επιστρέψεις
να επιστρέψει
να επιστρέψουμε
να επιστρέψετε
να επιστρέψουν

επέστρεψε
επιστρέψτε



επιστρέψει





ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
έχω επιστρέψει
έχεις επιστρέψει
έχει επιστρέψει
έχουμε επιστρέψει
έχετε επιστρέψει
έχουν επιστρέψει
να έχω επιστρέψει
να έχεις επιστρέψει
να έχει επιστρέψει
να έχουμε επιστρέψει
να έχετε επιστρέψει
να έχουν επιστρέψει


ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt

Οριστική – IndikativΥποτακτική – Konjunktiv
είχα επιστρέψει
είχες επιστρέψει
είχε επιστρέψει
είχαμε επιστρέψει
είχατε επιστρέψει
είχαν επιστρέψει
να είχα επιστρέψει
να είχες επιστρέψει
να είχε επιστρέψει
να είχαμε επιστρέψει
να είχατε επιστρέψει
να είχαν επιστρέψει


ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II

Υποτακτική – Konjunktiv
θα έχω επιστρέψει
θα έχεις επιστρέψει
θα έχει επιστρέψει
θα έχουμε επιστρέψει
θα έχετε επιστρέψει
θα έχουν επιστρέψει