ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
χαρίζω χαρίζεις χαρίζει χαρίζουμε χαρίζετε χαρίζουν | να χαρίζω να χαρίζεις να χαρίζει να χαρίζουμε να χαρίζετε να χαρίζουν | χάριζε χαρίζετε | χαρίζοντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
χάριζα χάριζες χάριζε χαρίζαμε χαρίζατε χάριζαν | να χάριζα να χάριζες να χάριζε να χαρίζαμε να χαρίζατε να χάριζαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα χαρίζω θα χαρίζεις θα χαρίζει θα χαρίζουμε θα χαρίζετε θα χαρίζουν | θα χαρίσω θα χαρίσεις θα χαρίσει θα χαρίσουμε θα χαρίσετε θα χαρίσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
χάρισα χάρισες χάρισε χαρίσαμε χαρίσατε χάρισαν | να χαρίσω να χαρίσεις να χαρίσει να χαρίσουμε να χαρίσετε να χαρίσουν | χάρισε χαρίστε | χαρίσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω χαρίσει έχεις χαρίσει έχει χαρίσει έχουμε χαρίσει έχετε χαρίσει έχουν χαρίσει | να έχω χαρίσει να έχεις χαρίσει να έχει χαρίσει να έχουμε χαρίσει να έχετε χαρίσει να έχουν χαρίσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα χαρίσει είχες χαρίσει είχε χαρίσει είχαμε χαρίσει είχατε χαρίσει είχαν χαρίσει | να είχα χαρίσει να είχες χαρίσει να είχε χαρίσει να είχαμε χαρίσει να είχατε χαρίσει να είχαν χαρίσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω χαρίσει θα έχεις χαρίσει θα έχει χαρίσει θα έχουμε χαρίσει θα έχετε χαρίσει θα έχουν χαρίσει |
Werbung