ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
χαμογελάω χαμογελάς χαμογελάει χαμογελάμε χαμογελάτε χαμογελάνε | να χαμογελάω να χαμογελάς να χαμογελάει να χαμογελάμε να χαμογελάτε να χαμογελάνε | χαμογέλα χαμογελάτε | χαμογελώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
χαμογελούσα χαμογελούσες χαμογελούσε χαμογελούσαμε χαμογελούσατε χαμογελούσαν | να χαμογελούσα να χαμογελούσες να χαμογελούσε να χαμογελούσαμε να χαμογελούσατε να χαμογελούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα χαμογελάω θα χαμογελάς θα χαμογελάει θα χαμογελάμε θα χαμογελάτε θα χαμογελάνε | θα χαμογελάσω θα χαμογελάσεις θα χαμογελάσει θα χαμογελάσουμε θα χαμογελάσετε θα χαμογελάσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
χαμογέλασα χαμογέλασες χαμογέλασε χαμογελάσαμε χαμογελάσατε χαμογέλασαν | να χαμογελάσω να χαμογελάσεις να χαμογελάσει να χαμογελάσουμε να χαμογελάσετε να χαμογελάσουν | χαμογέλασε χαμογελάστε | χαμογελάσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω χαμογελάσει έχεις χαμογελάσει έχει χαμογελάσει έχουμε χαμογελάσει έχετε χαμογελάσει έχουν χαμογελάσει | να έχω χαμογελάσει να έχεις χαμογελάσει να έχει χαμογελάσει να έχουμε χαμογελάσει να έχετε χαμογελάσει να έχουν χαμογελάσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα χαμογελάσει είχες χαμογελάσει είχε χαμογελάσει είχαμε χαμογελάσει είχατε χαμογελάσει είχαν χαμογελάσει | να είχα χαμογελάσει να είχες χαμογελάσει να είχε χαμογελάσει να είχαμε χαμογελάσει να είχατε χαμογελάσει να είχαν χαμογελάσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω χαμογελάσει θα έχεις χαμογελάσει θα έχει χαμογελάσει θα έχουμε χαμογελάσει θα έχετε χαμογελάσει θα έχουν χαμογελάσει |
Werbung