ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ – Präsens
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Μετοχή – Partizip |
---|---|---|---|
χαλάω χαλάς χαλάει χαλάμε χαλάτε χαλάνε | να χαλάω να χαλάς να χαλάει να χαλάμε να χαλάτε να χαλάνε | χάλα χαλάτε | χαλώντας |
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ – Imperfekt
Οριστική – Indikativ (continuum) | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
χαλούσα χαλούσες χαλούσε χαλούσαμε χαλούσατε χαλούσαν | να χαλούσα να χαλούσες να χαλούσε να χαλούσαμε να χαλούσατε να χαλούσαν |
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur
Εξακολουθητικός – Continuum | Στιγμιαίος – Einmalig |
---|---|
θα χαλάω θα χαλάς θα χαλά θα χαλάμε θα χαλάτε θα χαλάνε | θα χαλάσω θα χαλάσεις θα χαλάσει θα χαλάσουμε θα χαλάσετε θα χαλάσουν |
ΑΟΡΙΣΤΟΣ – Aorist
Οριστική – Indikativ (einmalig) | Υποτακτική – Konjunktiv | Προστακτική – Imperativ | Απαρέμφατο – infin. Form |
---|---|---|---|
χάλασα χάλασες χάλασε χαλάσαμε χαλάσατε χάλασαν | να χαλάσω να χαλάσεις να χαλάσει να χαλάσουμε να χαλάσετε να χαλάσουν | χάλασε χαλάστε | χαλάσει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ – Perfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
έχω χαλάσει έχεις χαλάσει έχει χαλάσει έχουμε χαλάσει έχετε χαλάσει έχουν χαλάσει | να έχω χαλάσει να έχεις χαλάσει να έχει χαλάσει να έχουμε χαλάσει να έχετε χαλάσει να έχουν χαλάσει |
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Plusquamperfekt
Οριστική – Indikativ | Υποτακτική – Konjunktiv |
---|---|
είχα χαλάσει είχες χαλάσει είχε χαλάσει είχαμε χαλάσει είχατε χαλάσει είχαν χαλάσει | να είχα χαλάσει να είχες χαλάσει να είχε χαλάσει να είχαμε χαλάσει να είχατε χαλάσει να είχαν χαλάσει |
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ – Futur II
Υποτακτική – Konjunktiv |
---|
θα έχω χαλάσει θα έχεις χαλάσει θα έχει χαλάσει θα έχουμε χαλάσει θα έχετε χαλάσει θα έχουν χαλάσει |
Werbung